- ερωτοπαθής
- ης, ες1) охваченный любовной страстью; 2) см. ερωτομανής; 3) жертва несчастной любви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερωτοπαθής — ές 1. αυτός που κατέχεται από έντονο ερωτικό πάθος 2. αυτός που έχει ατυχήσει στον ερωτά του 3. ερωτομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + παθής < πάθος. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Ν. Ζαβιτσάνο] … Dictionary of Greek
ερωτοπάθεια — η (Μ ἐρωτοπάθεια) το να ερωτεύεται κάποιος με πάθος, η σφοδρή ερωτική επιθυμία νεοελλ. 1. έντονη κλίση, διάθεση προς τον έρωτα 2. η παθολογική κατάσταση τής ερωτομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ερωτόπαθος — η, ο ο ερωτοπαθής. επίρρ... ερωτόπαθα με ερωτικό πάθος, με θερμό έρωτα … Dictionary of Greek